- προμεριμνᾶτε
- заботьтесь заранее
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
προμεριμνᾶτε — προμεριμνάω take thought before pres imperat act 2nd pl προμεριμνάω take thought before pres subj act 2nd pl προμεριμνάω take thought before pres ind act 2nd pl προμεριμνάω take thought before pres imperat act 2nd pl προμεριμνάω take thought… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek
προμεριμνώ — άω, Α μεριμνώ εκ τών προτέρων («μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσετε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μεριμνῶ «φροντίζω»] … Dictionary of Greek